- κοροϊδεύω
- [κορόιδο]1. εμπαίζω, περιπαίζω, χλευάζω, περιγελώ («όλοι τόν κοροϊδεύουν για τα καμώματά του»)2. εξαπατώ, ξεγελώ («τόν κορόιδεψε στο ζύγι»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κοροϊδεύω — κοροϊδεύω, κορόιδεψα βλ. πίν. 17 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κοροϊδεύω — κορόιδεψα, κοροϊδεύτηκα, κοροϊδεμένος 1. εμπαίζω, χλευάζω. 2. εξαπατώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κογιονάρω — κοροϊδεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. cogionar] … Dictionary of Greek
επισκώπτω — ἐπισκώπτω (Α) 1. κοροϊδεύω, περιγελώ 2. παίζω, κάνω αστεία («χώρει... εἰς τοὺς εὐανθεῑς κόλπους... κἀπισκώπτων καὶ παίζων», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + σκώπτω «εμπαίζω, κοροϊδεύω»] … Dictionary of Greek
κηκάζω — (Α) κακολογώ, βρίζω, ονειδίζω («κηκάζει λοιδορεῑ, χλευάζει», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται πιθ. σε ΙΕ ρίζα *kāk «περιγελώ, κοροϊδεύω» που είναι προϊόν ηχομιμήσεων (πρβλ. κήξ, καχάζω) και συνδέεται με αρχ. άνω γερμ. huohōn «κοροϊδεύω», huoh… … Dictionary of Greek
κορόιδεμα — το [κοροϊδεύω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού κοροϊδεύω, η κοροϊδία … Dictionary of Greek
παίρνω — (Μ παίρνω) 1. μτφ. λαμβάνω μαζί μου (α. «τόν πήρα και πήγαμε βόλτα» β. «καὶ παίρνοντας τοὺς νέους του ἦλθεν εἰς Ρωμανίαν», Διγεν. Ακρ.) 2. συνεπαίρνω (α. «η ομορφιά της τού πήρε το μυαλό» β. «ἐπήρε καὶ τὸν λογισμόν καὶ αὐτὴν τὴν αἴσθησίν της»,… … Dictionary of Greek
ακορόιδευτος — η, ο [κοροϊδεύω] εκείνος τον οποίο δεν έχουν περιγελάσει οι άλλοι ή δεν μπορούν να τόν περιγελάσουν … Dictionary of Greek
αναγυρίζω — (Μ ἀναγυρίζω) Ι. (αμτβ.) 1. περιφέρομαι εδώ κι εκεί, τριγυρίζω 2. επιστρέφω, επανέρχομαι 3. παρεκκλίνω από την πορεία μου, αλλάζω διεύθυνση, λοξοδρομώ ΙΙ. (μτβ.) 1. αναστρέφω, αντιστρέφω, γυρίζω 2. ανακατώνω, ανασκαλεύω 3. μεταστρέφω τα λεγόμενα … Dictionary of Greek
γεφυρίζω — (Α) [γέφυρα] (γενικά) κοροϊδεύω, χλευάζω με ελευθεροστομία (από τη συνήθεια αυτών που περίμεναν στη γέφυρα τού Κηφισσού, στην Ιερά Οδό μεταξύ Αθηνών, Ελευσίνας, για να πειράξουν τους μύστες τών Ελευσινίων Μυστηρίων κατά την επιστροφή τους στην… … Dictionary of Greek